-
1 неприспособленный
επ., βρ: -лен, -ленна, -ленноαπροσάρμοστος, ανεξοικίωτος ασυνήθιστος•неприспособленный человек к жизни απροσάρμοστος άνθρωπος στη ζωή.
-
2 неприспособленность
το απροσάρμοστο, η έλλειψη προσαρμογήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неприспособленность
-
3 неприспособленный
неприспосо́бленн||ыйприл ἀπροσάρμοστος, ἀσυνήθιστος (о человеке)/ ἀκατάλληλος (непригодный). -
4 неприспособленный
[νιπρισπασόμπλιννυΐ] εκ. απροσάρμοστος -
5 неприспособленный
[νιπρισπασόμπλιννυϊ] επ απροσάρμοστος
См. также в других словарях:
ἀπροσάρμοστος — not befitting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροσάρμοστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προσαρμόστηκε ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί: Έμεινε απροσάρμοστος στις συνήθειες του τόπου που έζησε τόσα χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απροσάρμοστος — η, ο αυτός που δεν αρμόζει σε κάποιον ή κάτι, ανάρμοστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε κάτι 2. «απροσάρμοστα παιδιά» παιδιά που για κάποιο λόγο, παροδικά ή μόνιμα, δεν μπορούν να παρακολουθήσουν σωστά την… … Dictionary of Greek
ἀπροσάρμοστον — ἀπροσάρμοστος not befitting masc/fem acc sg ἀπροσάρμοστος not befitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
αντικοινοβουλευτικός — ή, ό 1. αντίθετος προς το κοινοβούλιο ή το κοινοβουλευτικό πολίτευμα 2. απροσάρμοστος προς τον τρόπο λειτουργίας της βουλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κοινοβουλευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Θεόδωρο Φλογαΐτη] … Dictionary of Greek
Γκόλντσμιθ, Όλιβερ — (Oliver Goldsmith, Πάλας 1728 – Λονδίνο 1774).Ιρλανδός συγγραφέας και κωμωδιογράφος. Γιος παπά, σπούδασε στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Δουβλίνου, όπου εργαζόταν, για να πληρώνει τα δίδακτρα, ως υπηρέτης των καθηγητών και των πλουσιότερων… … Dictionary of Greek
ασυνταίριαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να συνταιριάσει μ άλλον, απροσάρμοστος, ασύμφωνος, αταίριαστος: Η επίπλωση του σπιτιού τους και η διακόσμησή του είναι ασυνταίριαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)